Σιτό

Σιτό
(Citeaux). Ιστορικός οικισμός της Αν. Γαλλίας, που απέχει 25 χλμ. από την πόλη Ντιζόν. Πρόκαται για το ρωμαϊκό Σιστέρτσιουμ, σήμερα χωριό με 400 περίπου κάτ. Στο χωριό αυτό, το 1098, ιδρύθηκε μοναστήρι από το Ροβέρτο το Μολέσμ, που υπήρξε το λίκνο του μοναχικού τάγματος, των Σιστερσιανών. Μικρογραφία από κώδικα του 16ου αιώνα (Δημοτικό Μουσείο Σιτό, Γαλλία).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • σμιγός — ο, Ν 1. μίγμα σίτου και κριθής ή σίτου και σίκαλης 2. αλεύρι ανάμικτο από σίτο και κριθή ή σίτο και σίκαλη 3. μίγμα σπόρων κριθής και σίκαλης που σπέρνεται στο ίδιο χωράφι. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί από το αρχ. επίθ. συμμιγής με σίγηση τού / …   Dictionary of Greek

  • όμπνιος — ὄμπνιος, α, ον (Α) [όμπνη] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον σίτο, ο προερχόμενος από σίτο (α. «Δηοῡς ἀνεῑναι μήποτ ὄμπνιον στάχυν», Λυκόφρ. β. «ὄμπνιον ἔργον» γεωργική εργασία, γεωργία, Καλλίμ.) 2. θρεπτικός 3. αυτός που έχει ανατραφεί καλά …   Dictionary of Greek

  • Κιστερκιανοί — Μοναχικό τάγμα της Δυτ. Καθολικής Εκκλησίας. Η ονομασία προήλθε από τη Σιτό (λατ. Cistercium), περιοχή της ανατολικής Γαλλίας όπου ο αβάς της Μολέμ Ροβέρτος και μερικοί σύντροφοί του ίδρυσαν μία μονή, το 1098. Η κίνηση αυτή, στην οργάνωση της… …   Dictionary of Greek

  • αλετρίς — ἀλετρίς ( ίδος), η (AM) 1. δούλα που άλεθε σίτο 2. παρθένος από αρχοντικό οίκο τής Αθήνας, που άλεθε για τα πόπανα τής Αθηνάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλῶ αξίζει να σημειωθεί ότι στον Όμηρο δεν απαντά αντίστοιχο αρσενικό τής λ. ἀλετρίς, πράγμα που οδηγεί… …   Dictionary of Greek

  • ετεροποιός — ἑτεροποιός, όν (Α) αυτός που κάνει κάτι διαφορετικό από το κανονικό ή το φυσιολογικό («ἡ κίνησις ἐκστατική ἐστι καὶ ἑτεροποιός»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο * + ποιός (< ποιώ), πρβλ. σιτο ποιός] …   Dictionary of Greek

  • εύκριθος — εὔκριθος, ον (Α) αυτός που έχει άφθονο ή ωραίο κριθάρι («εὔκριθος ἀλωά» αγρός με άφθονο κριθάρι, Θεόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κριθος < κριθή (πρβλ. πολύ κριθος, σιτό κριθος)] …   Dictionary of Greek

  • ιριδόχρους — ουν αυτός που έχει τα χρώματα τής ίριδας, ιριδοειδής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἶρις, ἴριδος + χρους (< χροος < χρως «χρώμα»), πρβλ. λεοντό χρους, σιτό χρους. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Εφημερίς] …   Dictionary of Greek

  • ισόκριθος — ἰσόκριθος, ον (Α) ίσος με κριθάρι στην τιμή («τοῡ δ οἴνου τὸν μετρητὴν ἰσόκριθον», Πολ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * κριθος (< κριθή), πρβλ. πολύ κριθος, σιτό κριθος] …   Dictionary of Greek

  • καλαμοπώλης — καλαμοπώλης, ὁ (Α) πάπ. πωλητής καλαμιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάλαμος + πώλης (< πωλῶ), πρβλ. ιχθυο πώλης, σιτο πώλης] …   Dictionary of Greek

  • καταποτιοκόπτης — ο (φαρμ.) εργαλείο τών φαρμακοποιών με το οποίο κατατέμνουν μια φαρμακευτική ζύμη σε χάπια. [ΕΤΥΜΟΛ. < καταπότιο(ν) + κόπτης (< κόπτης < κόπτω), πρβλ. σιτο κόπτης, χαρτο κόπτης] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”