σμιγός — ο, Ν 1. μίγμα σίτου και κριθής ή σίτου και σίκαλης 2. αλεύρι ανάμικτο από σίτο και κριθή ή σίτο και σίκαλη 3. μίγμα σπόρων κριθής και σίκαλης που σπέρνεται στο ίδιο χωράφι. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί από το αρχ. επίθ. συμμιγής με σίγηση τού / … Dictionary of Greek
όμπνιος — ὄμπνιος, α, ον (Α) [όμπνη] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον σίτο, ο προερχόμενος από σίτο (α. «Δηοῡς ἀνεῑναι μήποτ ὄμπνιον στάχυν», Λυκόφρ. β. «ὄμπνιον ἔργον» γεωργική εργασία, γεωργία, Καλλίμ.) 2. θρεπτικός 3. αυτός που έχει ανατραφεί καλά … Dictionary of Greek
Κιστερκιανοί — Μοναχικό τάγμα της Δυτ. Καθολικής Εκκλησίας. Η ονομασία προήλθε από τη Σιτό (λατ. Cistercium), περιοχή της ανατολικής Γαλλίας όπου ο αβάς της Μολέμ Ροβέρτος και μερικοί σύντροφοί του ίδρυσαν μία μονή, το 1098. Η κίνηση αυτή, στην οργάνωση της… … Dictionary of Greek
αλετρίς — ἀλετρίς ( ίδος), η (AM) 1. δούλα που άλεθε σίτο 2. παρθένος από αρχοντικό οίκο τής Αθήνας, που άλεθε για τα πόπανα τής Αθηνάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλῶ αξίζει να σημειωθεί ότι στον Όμηρο δεν απαντά αντίστοιχο αρσενικό τής λ. ἀλετρίς, πράγμα που οδηγεί… … Dictionary of Greek
ετεροποιός — ἑτεροποιός, όν (Α) αυτός που κάνει κάτι διαφορετικό από το κανονικό ή το φυσιολογικό («ἡ κίνησις ἐκστατική ἐστι καὶ ἑτεροποιός»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο * + ποιός (< ποιώ), πρβλ. σιτο ποιός] … Dictionary of Greek
εύκριθος — εὔκριθος, ον (Α) αυτός που έχει άφθονο ή ωραίο κριθάρι («εὔκριθος ἀλωά» αγρός με άφθονο κριθάρι, Θεόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κριθος < κριθή (πρβλ. πολύ κριθος, σιτό κριθος)] … Dictionary of Greek
ιριδόχρους — ουν αυτός που έχει τα χρώματα τής ίριδας, ιριδοειδής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἶρις, ἴριδος + χρους (< χροος < χρως «χρώμα»), πρβλ. λεοντό χρους, σιτό χρους. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Εφημερίς] … Dictionary of Greek
ισόκριθος — ἰσόκριθος, ον (Α) ίσος με κριθάρι στην τιμή («τοῡ δ οἴνου τὸν μετρητὴν ἰσόκριθον», Πολ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * κριθος (< κριθή), πρβλ. πολύ κριθος, σιτό κριθος] … Dictionary of Greek
καλαμοπώλης — καλαμοπώλης, ὁ (Α) πάπ. πωλητής καλαμιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάλαμος + πώλης (< πωλῶ), πρβλ. ιχθυο πώλης, σιτο πώλης] … Dictionary of Greek
καταποτιοκόπτης — ο (φαρμ.) εργαλείο τών φαρμακοποιών με το οποίο κατατέμνουν μια φαρμακευτική ζύμη σε χάπια. [ΕΤΥΜΟΛ. < καταπότιο(ν) + κόπτης (< κόπτης < κόπτω), πρβλ. σιτο κόπτης, χαρτο κόπτης] … Dictionary of Greek